- κεντρωνάριον
- κεντρ-ωνάριον, τό,A case for κέντρωνες, POxy.326 (i A.D.; -νόρ- Pap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεντρωνάριον — κεντρωνάριον, τὸ (Α) πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων*, δηλ. καθαριστήρων τής γραφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. εξεμπλ άριον, φαν άριον] … Dictionary of Greek
κεντρωνάριον — case for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)